- μορφώνω
- μορφώνω, μόρφωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μορφώνω — (ΑΜ μορφῶ, όω, Μ και μορφώνω, Α και μορφῶ, άω) [μορφή] 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω («γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα», Αιν. Τακτ.) 2. (το παθ.) μορφοῡμαι, όομαι, μορφώνομαι διαπλάσσομαι,… … Dictionary of Greek
μορφώνω — μόρφωσα, μορφώθηκα, μορφωμένος 1. δίνω μορφή, σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω. 2. μτφ., διδάσκω κάποιον μεταδίδοντάς του τις γνώσεις μου: Μόρφωσε πολλές γενιές μαθητών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόρφωση — η (ΑΜ μόρφωσις) [μορφώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μορφώνω, διαμόρφωση, διάπλαση, σχηματισμός νεοελλ. 1. (φιλοσ.) ο θεμελιακός προσανατολισμός τού ανθρώπου προς τους παράγοντες που καθορίζουν τη ζωή του και η απόκτηση μιας σωστής και… … Dictionary of Greek
αμόρφωτος — η, ο (Α ἀμόρφωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μορφώθηκε, απαίδευτος, αγράμματος, αμαθής, 2. αυτός που δεν δείχνει ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια, αγενής, άξεστος αρχ. αυτός που δεν έλαβε μορφή, σχήμα, ασχημάτιστος αδιαμόρφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο… … Dictionary of Greek
αναμορφώνω — (Α ἀναμορφῶ, όω) σχηματίζω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι τροποποιώντας μερικά ή όλα τα σημεία του, ανασχηματίζω, μεταμορφώνω, ανακαινίζω (Εκκλ.) αναζωογονώ ηθικά ή πνευματικά, αναγεννώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μορφῶ, μορφώνω. ΠΑΡ. αναμόρφωση (… … Dictionary of Greek
αναπαιδεύω — (Α ἀναπαιδεύω) [παιδεύω] παιδεύω, μορφώνω εκ νέου … Dictionary of Greek
αποκρυσταλλώνω — (Α ἀποκρυσταλλοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, του δίνω κρυσταλλική μορφή 2. μορφώνω σαφή και οριστική γνώμη για κάτι (αρχ., ούμαι) κρυσταλλιάζω, παγώνω … Dictionary of Greek
γαλουχώ — ( έω) (AM γαλουχῶ) τρέφω το βρέφος με το γάλα μου, θηλάζω μσν. νεοελλ. παρέχω πνευματική τροφή, μορφώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + ουχώ < ουχος < έχω] … Dictionary of Greek
εκκροτώ — ( έω) (AM ἐκροτῶ) κάνω θόρυβο ή κρότο αρχ. διδάσκω, μορφώνω … Dictionary of Greek
εκπαιδεύω — (AM ἐκπαιδεύω) μορφώνω με τη διδασκαλία και την αγωγή, παρέχω γνώσεις, καλλιεργώ δεξιότητες και προσπαθώ να συμβάλλω στη διάπλαση τού χαρακτήρα τών μαθητών μσν. νεοελλ. εξασκώ στη στρατιωτική ζωή νεοελλ. εξασκώ με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό … Dictionary of Greek